- φίλ-αυχος
φίλ-αυχος, gern prahlend, Schol. Il. 10, 249.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλ-αυχος, gern prahlend, Schol. Il. 10, 249.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλαυχος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να καυχιέται, κομπαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αυχος (< αὔχω «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγάλ αυχος] … Dictionary of Greek