φίνις

φίνις

φίνις, , = φήνη, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φίνις — το άκλ. (λ. αγγλ.), επιτάχυνση δρομέα στην τελευταία φάση του τρεξίματός του: Λίγο πριν από το τέρμα του δρόμου των 400 μ. τους νίκησε, γιατί είχε δυνατό φίνις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φίνις — ὁ, Α (δ. γρφ.) φήνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γρφ. αντί τού φήνη] …   Dictionary of Greek

  • χρονόμετρο — Ρολόι ειδικής κατασκευής, για να επιτυγχάνεται μεγάλη ακρίβεια, η οποία διαπιστώνεται με δοκιμές από αναγνωρισμένους οργανισμούς ελέγχου (όπως π.χ. τα εργαστήρια του Νεσατέλ και της Γενεύης στην Ελβετία και της Μπρέρα στο Μιλάνο). Εκτός από τους… …   Dictionary of Greek

  • Μιχαλακόπουλος, Γιώργος — (Αθήνα 1936 –). Ηθοποιός. Ψηλός και με χαρακτηριστική άρθρωση και εκφορά του λόγου, για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες δραστηριοποιείται κυρίως στην σκηνή, αλλά επίσης την μικρή και την μεγάλη οθόνη. Σπούδασε στην Δραματική Σχολή του Θεάτρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”