- φίμωτρον
φίμωτρον, τό, ein Werkzeug zum Zuschnüren, Festbinden, Versperren, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίμωτρον, τό, ein Werkzeug zum Zuschnüren, Festbinden, Versperren, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίμωτρον — instrument for stopping up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίμωτρα — φίμωτρον instrument for stopping up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώτρο — το / σῶτρον, ΝΑ η στεφάνη τροχού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σῶ τρον (με επίθημα τρον, δηλωτικό οργάνου, πρβλ. φίμωτρον) έχει σχηματιστεί από τη ρ. *kyew τού ρ. σεύομαι «τίθεμαι σε γρήγορη κίνηση, τινάζομαι» με μακρό φωνηεντισμό ō , λόγω τού ότι η στεφάνη… … Dictionary of Greek
φίμωτρο — το / φίμωτρον, ΝΜΑ, και φίμετρον Α νεοελλ. πλέγμα με το οποίο περιβάλλεται το ρύγχος τών ζώων για να μην μπορούν να δαγκώνουν ή να τρώνε μσν. αρχ. (γενικά) όργανο με το οποίο φράζεται ή κρατείται κλειστό κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιμῶ + επίθημα τρον… … Dictionary of Greek