φίντερος, dor. statt φίλτατος, φίλτερος, Epicharm. bei Ath. VII, 325.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίντερος — έρα, ον, Α (δωρ. τ.) βλ. φίλτερος … Dictionary of Greek
φίλτερος — και δωρ. τ. φίντερος, έρα, ον, Α (συγκριτ. βαθμός τού φίλος) πιο αγαπητός, προσφιλέστερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλος + κατάλ. τερος τών επιθ. συγκριτικού βαθμού (βλ. και λ. φίλος)] … Dictionary of Greek