- φίντατος
φίντατος,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίντατος,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίντατος — άτη, ον, Α (δωρ. τ.) βλ. φίλτατος … Dictionary of Greek
PINTHIAS melius PHINTHIAS — PINTHIAS, melius PHINTHIAS apud Hyginum, ubi corrupte Pythias vulgo habetur, Damonis amicus; quod proin et apud Val. Maximum, l. 4. c. 7. ex ext. 1. reponendum: Nomen enim Siculum Φιντίας, et femininum Φιντὶς. A verbo φίλαςθαι, φιλτὸς amabilis,… … Hofmann J. Lexicon universale
φίλτατος — η, ο / φίλτατος, άτη, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φίντατος Α (υπερθ. βαθμός) ο πάρα πολύ αγαπητός, προσφιλέστατος μσν. αρχ. (το αρσ. και το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ φίλτατοι και τὰ φίλτατα τα πιο προσφιλή πρόσωπα, οι στενοί συγγενείς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Λ, λ — (αρχ. λάβδα, μεταγενέστερα λάμβδα). Το ενδέκατο γράμμα το ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό lâmedh, που γραφόταν  ή  και σήμαινε βούκεντρο. Οι αρχαίοι Έλληνες παράστησαν κατά ποικίλους τρόπους το λ:  (αρχαιότερα αλφάβητα Κρήτης,… … Dictionary of Greek
Ν, ν — (αρχαία ελληνικά νύ και νώ). Το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό  που παρίστανε τον φθόγγο nun (=ιχθύς). Σε όλα τα γνωστά αλφάβητα το σχήμα του ν βρισκόταν πάντα σε στενή σχέση με το σχήμα του μ. Στα… … Dictionary of Greek