- φέναξ
φέναξ, ᾱκος, ὁ, Betrüger, Täuscher, Lügner; Ar. Ran. 907 Ach. 89 nennt einen persischen Vogel so, statt φοίνιξ, etwa Spaßvogel.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φέναξ, ᾱκος, ὁ, Betrüger, Täuscher, Lügner; Ar. Ran. 907 Ach. 89 nennt einen persischen Vogel so, statt φοίνιξ, etwa Spaßvogel.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φέναξ — ακος, ὁ και ἡ, Α 1. (ως ουσ. και ως επίθ.) φενακιστής, απατεώνας (α. «ὡς ἦν ἀλαζὼν καὶ φέναξ», Αριστοφ. β. «λόγον οὐ φένακα», Φίλ.) 2. κωμική ονομασία τού πτηνού φοῑνιξ* 3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Φένακες·(στην Αθήνα) δαίμονες τής απάτης, στους … Dictionary of Greek
φέναξ — φένᾱξ , φέναξ cheat masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Phenakit — Chemische Formel Be2[SiO4] Mineralklasse Silikate und Germanate 9.AA.05 (8. Auflage: VIII/A.01 10) (nach Strunz) 51.01.01.01 (nach Dana) … Deutsch Wikipedia
Фенакистископ — Эдварда Мейбриджа (1893) … Википедия
κάβαξ — κάβαξ, ὁ (Α) πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καββαλικός, πιθ. με μακρό ᾱ (κάβᾱξ), πρβλ. φένᾱξ] … Dictionary of Greek
μετεωροφέναξ — μετεωροφέναξ, ακος, ό (Α) αυτός που εξαπατά με τη σοφιστική μετεωρολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + φέναξ, ακος «απατηλός»] … Dictionary of Greek
συμφέναξ — ακος, ὁ, Μ απατεώνας όπως και κάποιος άλλος, συμμέτοχος σε απάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φέναξ «απατεώνας»] … Dictionary of Greek
φέναγμα — άγματος, τὸ, Α (κατά τον Φώτ.) φενάκισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέναξ, ακος μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *φενάσσω] … Dictionary of Greek
φενάκη — η, ΝΜΑ πρόσθετη τεχνητή κόμη, περούκα νεοελλ. μτφ. ψεύδος, απάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέναξ, ακος (πρβλ. και το συνώνυμο πηνήκη*)] … Dictionary of Greek
φενακίζω — ΝΜΑ, και φαινακίζω Μ [φέναξ, ακος] εξαπατώ, παραπλανώ μσν. φορώ φενάκη, φορώ περούκα, εμφανιζόμενος έτσι με διαφορετική μορφή αρχ. (αμτβ.) συμπεριφέρομαι ως φενακιστής, ως απατεώνας … Dictionary of Greek
φενακίτης — ο, Ν (ορυκτ.) σπάνιο πυριτικό ορυκτό τού βηρυλλίου, το οποίο χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenakite < φέναξ, ακος + κατάλ. ίτης*, λόγω τού ότι συγχέεται εύκολα με τον χαλαζία] … Dictionary of Greek