φέκλη

φέκλη

φέκλη, , gebrannter Weinstein, Weinsteinsalz, faecula, faex vini, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φέκλη — faecula fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέκλη — ἡ, ΜΑ, και σφέκλη και φαίκλα Α το κατακάθι τού κρασιού και, κυρίως, η καμμένη τρύγα («τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν Ρωμαῑοι φέκλην καλοῡσι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faecula «τρύγα, μούστος»] …   Dictionary of Greek

  • φέκλην — φέκλη faecula fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέκλης — φέκλη faecula fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέκλα — φέκλᾱ , φέκλη faecula fem nom/voc/acc dual φέκλᾱ , φέκλη faecula fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφέκλη — ἡ, Α βλ. φέκλη …   Dictionary of Greek

  • φαίκλα — ἡ, Α βλ. φέκλη …   Dictionary of Greek

  • φέκλαν — φέκλᾱν , φέκλη faecula fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”