- φέψαλος
φέψαλος, ὁ, Ar. Ach. 267. 641 Vesp. 227, ion. φέψελος, poet. auch φεψάλυξ, ὁ, Qualm, Dampf, Sprühasche, fliegende Feuerfunken, Schol. Aesch. Prom. 362.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φέψαλος, ὁ, Ar. Ach. 267. 641 Vesp. 227, ion. φέψελος, poet. auch φεψάλυξ, ὁ, Qualm, Dampf, Sprühasche, fliegende Feuerfunken, Schol. Aesch. Prom. 362.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φέψαλος — spark masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέψαλος — και ιων. τ. φέψελος, ὁ, Α 1. σπινθήρας από ξύλα ή από αναμμένα πρίνινα κάρβουνα 2. το κάτω πλατύ τμήμα τής καπνοδόχης («ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φέ ψ αλος (< *φε φσ αλος) έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη… … Dictionary of Greek
φεψάλου — φέψαλος spark masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεψάλῳ — φέψαλος spark masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέψαλοι — φέψαλος spark masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέψαλον — φέψαλος spark masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεψάλυξ — υγος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. φέψαλος* 2. μτφ. ίχνος («ἀλλ οὐδὲ μοιχοῡ καταλέλειπται φεψάλυξ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέψαλος + επίθημα υξ, υγος (πρβλ. πομφόλ υξ)] … Dictionary of Greek
ερεθίζω — (AM ἐρεθίζω) 1. εξοργίζω, εξάπτω, εκνευρίζω («ἀλλ’ ἴθι, μὴ μ’ ἐρέθιζε», Ομ. Ιλ.) 2. (για όργανα τού σώματος) αυξάνω την πάθηση, προκαλώ φλόγωση, ερεθισμό («αυτή η αλοιφή μού ερέθισε το τραύμα») 3. προκαλώ ερωτική διέγερση («η θέα της ερεθίζει… … Dictionary of Greek
φέψελος — ὁ, Α ιων. τ. βλ. φέψαλος … Dictionary of Greek
φεψαλούμαι — όομαι, ΜΑ [φέψαλος] (ποιητ. τ.) καίγομαι και μετατρέπομαι σε τέφρα, καίγομαι εντελώς αρχ. μτφ. εξουθενώνομαι … Dictionary of Greek
φεψαλώ — έω, Μ [φέψαλος] καίω κάτι και τό μετατρέπω σε τέφρα … Dictionary of Greek