- φέψελος
φέψελος, ὁ, ion. statt φέψαλος, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φέψελος, ὁ, ion. statt φέψαλος, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φέψελος — ὁ, Α ιων. τ. βλ. φέψαλος … Dictionary of Greek
φέψαλος — και ιων. τ. φέψελος, ὁ, Α 1. σπινθήρας από ξύλα ή από αναμμένα πρίνινα κάρβουνα 2. το κάτω πλατύ τμήμα τής καπνοδόχης («ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φέ ψ αλος (< *φε φσ αλος) έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη… … Dictionary of Greek