- φέρ-οπλος
φέρ-οπλος, Waffen tragend, Maxim.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φέρ-οπλος, Waffen tragend, Maxim.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρίψοπλος — ον, Α αυτός που κάνει τους πολεμιστές να ρίχνουν τα όπλα («ἀνδρολέτειραν... ῥίψοπλον ἄταν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. φέρ οπλος, χρύσ οπλος] … Dictionary of Greek