- φέρνιον
φέρνιον od. φερνίον, τό, der Fischkorb, Alciphr. 1, 9, s. φέρμιον u. vgl. φορμός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φέρνιον od. φερνίον, τό, der Fischkorb, Alciphr. 1, 9, s. φέρμιον u. vgl. φορμός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φέρνιον — fish basket neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερνίον — και φέρνιον, τὸ, Α ψαροκάλαθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φερνή (για τη σημ. τής λ. βλ. λ. φερνή)] … Dictionary of Greek
φερνίων — φέρνιον fish basket neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρνια — φέρνιον fish basket neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρμια — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἃς ἔνιοι ἀσίλλας τὰς ἐκ σχοίνων πλεκομένας καὶ ἰχθυηρὰ ἀγγεῑα, οἷον σπυρίδια». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γρφ. αντί φέρνιον*, α] … Dictionary of Greek
φερνή — η, ΝΑ, και δωρ. τ. φερνά και αιολ. τ. φέρενα Α ό,τι φέρνει μαζί της μία γυναίκα που παντρεύεται, προίκα αρχ. 1. (μόνον ο τ. φερνά) το μέρος τής θυσίας που προορίζεται για τον θεό 2. στον πληθ. αἱ φερναί α) νυφικά δώρα β) προίκα που αποτελείται… … Dictionary of Greek
φορμός — ὁ, Α 1. πλεκτό σκεύος, κατάλληλο κυρίως για τη μεταφορά σιτηρών 2. πλεκτό κάλυμμα ή στρώμα, ψάθα 3. ναυτικό ένδυμα από χοντρό πλεκτό ύφασμα 4. μονάδα μέτρησης σιτηρών, ισοδύναμη σχεδόν με τον μέδιμνο 5. δέσμη ξύλων, δεμάτι 6. κόσκινο, κρησάρα 7.… … Dictionary of Greek