φοινικόεις — φοινῑκόεις , φοινικόεις dark red masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικόεις — εσσα, εν, και συνηρ. τ. φοινικοῡς, οῡσα, οῡν, και ασυναίρ. ιων. τ. φοινίκεος (Ι), έα, ον, Α (ποιητ.τ.) 1. πορφυρός 2. (κυρίως για οίδημα) κόκκινος από το αίμα που περιέχει 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινίκεον το πορφυρό χρώμα 4. φρ. α) «σύκινα… … Dictionary of Greek
φοινικόεντα — φοινῑκόεντα , φοινικόεις dark red neut nom/voc/acc pl φοινῑκόεντα , φοινικόεις dark red masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
φοινίκεος — (I) έα, ον, Α ιων. τ. βλ. φοινικόεις. (II) έα, ον, Α ιων. τ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη Φοινίκη, φοινικικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. < Φοῖνιξ, οίνικος + κατάλ. εος (πρβλ. χρύσ εος)] … Dictionary of Greek
φοινικούς — (I) ῆ, οῦν, και ασυναίρ. τ. φοινίκεος, έα, εον, και φαινικοῡς, οῡν, Α 1. αυτός που έχει βαθυκόκκινο χρώμα, πορφυρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινικοῡν το βαθυκόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + κατάλ. οῦς / εος (πρβλ.… … Dictionary of Greek
φοινικοέσσης — φοινῑκοέσσης , φοινικόεις dark red fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικόεντι — φοινῑκόεντι , φοινικόεις dark red masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικόεσσα — φοινῑκόεσσα , φοινικόεις dark red fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικόεσσαι — φοινῑκόεσσαι , φοινικόεις dark red fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικόεσσαν — φοινῑκόεσσαν , φοινικόεις dark red fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)