- φοινῑκό-κροκος
φοινῑκό-κροκος, mit purpurnem Einschlage, übh. von rother Wolle gewebt, ζώνα Pind. Ol. 6, 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοινῑκό-κροκος, mit purpurnem Einschlage, übh. von rother Wolle gewebt, ζώνα Pind. Ol. 6, 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελάγκροκος — μελάγκροκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μαύρο υφάδι 2. (για πλοίο) αυτός που έχει μαύρα ιστία («ὃς αἰὲν δι Ἀχέροντ ἀμείβεται τὰν ἄστονον μελάγκροκον ναυστόλον θεωρίδα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος, ανος + κρόκος «υφάδι» (πρβλ. ανθό κροκος,… … Dictionary of Greek