φοινίκινος

φοινίκινος

φοινίκινος, 1) vom Palmbaume od. seiner Frucht; οἶνος, Palmwein, Plut. Symp. 3, 2,1; auch ohne οἶνος, Ephipp. com. bei Ath. I, 29 d, nach Mein. – 2) = φοινίκεος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φοινίκινος — (I) ίνη, ον, Α αυτός που προέρχεται από το δέντρο φοίνικας (Ι) ή αυτός που παρασκευάζεται από τους καρπούς αυτού τού δέντρου («μύρῳ... φοινικίνῳ», Αντιφάν.) 2. ο κατασκευασμένος από ξύλο τού παραπάνω δέντρου 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ φοινίκινος (με ή… …   Dictionary of Greek

  • φοινίκινος — φοινί̱κινος , φοινίκινος of the date palm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικίνας — φοινῑκίνᾱς , φοινίκινος of the date palm fem acc pl φοινῑκίνᾱς , φοινίκινος of the date palm fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικίνων — φοινῑκίνων , φοινίκινος of the date palm fem gen pl φοινῑκίνων , φοινίκινος of the date palm masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινίκινον — φοινί̱κινον , φοινίκινος of the date palm masc acc sg φοινί̱κινον , φοινίκινος of the date palm neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • φοινικίναις — φοινῑκίναις , φοινίκινος of the date palm fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικίνη — φοινῑκίνη , φοινίκινος of the date palm fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικίνην — φοινῑκίνην , φοινίκινος of the date palm fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικίνης — φοινῑκίνης , φοινίκινος of the date palm fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικίνοις — φοινῑκίνοις , φοινίκινος of the date palm masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”