- φοινίκειος
φοινίκειος, ον, ion. φοινῑκήϊος, = φοινίκεος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοινίκειος, ον, ion. φοινῑκήϊος, = φοινίκεος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοινίκειος — of the palm tree masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινίκειος — (I) ον, και ιων. τ. φοινικήϊος (II), ΐη, ον [φοῑνιξ (III), οίνικος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δένδρο φοίνικας ή εκείνος που προέρχεται από το δένδρο αυτό («φοινίκειος οἶνος», Διόδ.). (II) ον, και ιων. τ. φοινικήϊος, (Ι), ΐη, ον [Φοῑνιξ … Dictionary of Greek
φοινίκειον — φοινίκειος of the palm tree masc/fem acc sg φοινίκειος of the palm tree neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικείοις — φοινίκειος of the palm tree masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικείων — φοινίκειος of the palm tree masc/fem/neut gen pl φοινίκεος purple red masc/fem gen pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικείῳ — φοινίκειος of the palm tree masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινίκεια — φοινίκειος of the palm tree neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικήϊος — (I) ΐη, ον, Α ιων. τ. βλ. φοινίκειος (II). (II) ΐη, ον, Α (ιων.τ.) βλ. φοινίκειος (Ι) … Dictionary of Greek
φοινικείωι — φοινικείῳ , φοινίκειος of the palm tree masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)