- φοιβητής
φοιβητής, ὁ, Wahrsager, Prophet, Man. 1, 237.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοιβητής, ὁ, Wahrsager, Prophet, Man. 1, 237.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοιβητής — ὁ, Α [φοιβῶ] προφήτης … Dictionary of Greek
φοιβητάς — φοιβητά̱ς , φοιβητής prophet masc acc pl φοιβητά̱ς , φοιβητής prophet masc nom sg (epic doric aeolic) φοιβητά̱ς , φοιβητός inspired fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοιβήτωρ — ορος, ὁ, Α φοιβητής*, προφήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοιβῶ «προφητεύω» + κατάλ. τωρ (πρβλ. κοσμή τωρ)] … Dictionary of Greek
φοιβητήρ — ῆρος, ὁ, Α φοιβητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοιβῶ «προφητεύω» + κατάλ. τήρ*] … Dictionary of Greek