φλεβο-τμής

φλεβο-τμής

φλεβο-τμής, = φλεβοτόμος, Schol. Il. 16, 44.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημιτμής — ἡμιτμής ῆτος, ὁ, ἡ (Α) ημιτμήξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τμης (< θ. τμη τού τέμνω, πρβλ. παθ. άορ. ε τμή θην), πρβλ. ιθυ τμής, φλεβο τμής] …   Dictionary of Greek

  • ιθυτμής — ἰθυτμής, ὁ (Α) ο ιθύτομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + τμής (< θ. τμη τού τέμνω, πρβλ. παθ. αόρ. ε τμή θην), πρβλ. ημι τμής, φλεβο τμής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”