- προ στομίς
προ στομίς, ίδος, ἡ, ein vorn angesetztes Mundstück, Mathem. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ στομίς, ίδος, ἡ, ein vorn angesetztes Mundstück, Mathem. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προστομίδα — η / προστομίς, ίδος, ΝΑ εξάρτημα τών πνευστών οργάνων που έρχεται σε επαφή με τα χείλη τού εκτελεστή και διά μέσου τού οποίου αυτός φυσά και θέτει σε παλμική κίνηση τη στήλη τού αέρα που περιέχεται στον σωλήνα τού οργάνου παράγοντας έτσι ήχο, αλλ … Dictionary of Greek