- προ-ασπίζω
προ-ασπίζω, mit vorgehaltenem Schilde vor Einem stehen und ihn schützen; D. Hal. 6, 93; Hdn. 6, 2, 14; Heliod. auch pass., ὑπὸ τοῖς ὁπλίταις προασπιζόμενοι, 9, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-ασπίζω, mit vorgehaltenem Schilde vor Einem stehen und ihn schützen; D. Hal. 6, 93; Hdn. 6, 2, 14; Heliod. auch pass., ὑπὸ τοῖς ὁπλίταις προασπιζόμενοι, 9, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προασπίζω — ΝΜΑ υπερασπίζω, προφυλάσσω, προστατεύω αρχ. 1. κρατώ την ασπίδα μπροστά από κάποιον και τόν προφυλάσσω 2. προβάλλω κάτι σαν ασπίδα («ἡ περόνη δὲ Ἀθηνᾱν ἠλεκτρίνην ἔστεφε, τὴν Γοργοῡς κεφαλὴν εἰς θώρακα προασπίζουσαν», Ηλιόδ.) 3. παθ. προασπίζομαι … Dictionary of Greek
προησπίζοντο — πρό ἀσπίζω shield imperf ind mp 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προήσπιζεν — πρό ἀσπίζω shield imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)