φορβά

φορβά

φορβά, τά, poet. = φορβή, Orph. Arg. 1118.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φορβά — φορβάς giving pasture masc/fem voc sg φορβά̱ , φορβή pasture fem nom/voc/acc dual φορβά̱ , φορβή pasture fem nom/voc sg (doric aeolic) φορβόν neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φόρβα — Φόρβας masc voc sg (epic) Φόρβᾱ , Φόρβης masc nom/voc/acc dual Φόρβης masc voc sg Φόρβᾱ , Φόρβης masc gen sg (doric aeolic) Φόρβης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φόρβας — Φόρβᾱς , Φόρβας masc nom sg Φόρβᾱς , Φόρβης masc acc pl Φόρβᾱς , Φόρβης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορβάμονα — φορβά̱μονα , φορβάμων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορβάν — φορβά̱ν , φορβή pasture fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορβόν — τὸ, Α (μόνον στον πληθ.) τὰ φορβά ζωοτροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορβ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρβω* «τρέφω» + κατάλ. –ον τών ουδ. Ο τ. αντιστοιχεί στο θηλ. φορβή και απαντά στον πληθ. φορβά] …   Dictionary of Greek

  • Μεσσήνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κατά μία εκδοχή ήταν κόρη του μυθικού βασιλιά του Άργους, Τριόπα, γιου του Φόρβα, ενώ σύμφωνα με κάποια άλλη ήταν κόρη του Φόρβα και της Εύβοιας και αδελφή του Τριόπα. Παντρεύτηκε τον Πολυκάονα, δευτερότοκο γιο του βασιλιά… …   Dictionary of Greek

  • φορβάς — giving pasture masc/fem nom sg φορβά̱ς , φορβή pasture fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φόρβαν — Φόρβας masc voc sg Φόρβᾱν , Φόρβης masc acc sg (epic doric aeolic) Φόρβης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”