φορμηδόν

φορμηδόν

φορμηδόν, adv., 1) nach Art einer geflochtenen Decke, d. i. übers Kreuz, in die Quere, kreuzweis, Thuc. 2, 75; übh. kreuz u. quer, unter u. über einander, 4, 48. – 2) bündelweise.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φορμηδόν — like mat work indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορμηδόν — Α επίρρ. όπως στον φορμό, σταυρωτά («συνδεδεμένων δοράτων φορμηδόν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + επιρρμ. κατάλ. ηδόν* (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • ψιαθηδόν — Α επίρρ. φορμηδόν*, σταυρωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίαθος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. σωρ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”