φιλ-έλλην

φιλ-έλλην

φιλ-έλλην, ηνος, die Hellenen liebend, Hellenenfreund; Her. 2, 178; Plat. Rep. V, 470 e; Xen. Ages. 2, 30; Isocr. 4, 96 u. A.; auch ihre Sprache, Literatur liebend, Plut. u.a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημιέλλην — ἡμιέλλην, ὁ (Α) αυτός που είναι κατά το ήμισυ Έλληνας, μισοέλληνας («ἡμιέλλην γάρ τις ὤν ἐτύγχανε», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + Έλλην (πρβλ. μισ έλλην, φιλ έλλην)] …   Dictionary of Greek

  • φιλέλληνας — ο, η / φιλέλλην, ηνος, ΝΜΑ αυτός που αγαπά τους Έλληνες και την Ελλάδα νεοελλ. 1. ξένος που υποστηρίζει τα ελληνικά συμφέροντα και δίκαια 2. (ιδίως) ξένος που συμπαραστάθηκε στον απελευθερωτικό αγώνα ή και αγωνίστηκε προσωπικά υπέρ τής εθνικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”