φιλ-έλαιος

φιλ-έλαιος

φιλ-έλαιος, den Oelbaum liebend, zw., stand früher Anth. VII, 199.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλλιέλαιος — (AM, Α και καλλιελαία, Μ και ως επίθ. καλλιέλαιος, ον) ήμερη, καλλιεργημένη ελιά μσν. ως επίθ. φρ. «ἐλαία καλλιέλαιος» ελιά που παράγει καλή ποιότητα λαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + έλαιος (< ἔλαιον ή < ἐλαία), πρβλ. αγρι έλαιος, φιλ… …   Dictionary of Greek

  • κατέλαιος — κατέλαιος, ον (Α) (νια φαγητό) γεμάτος λάδι, λαδερός, ελαιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + έλαιος (< ἔλαιον), πρβλ. οπι έλαιος, φιλ έλαιος] …   Dictionary of Greek

  • φιλέλαιος — ον, Α αυτός που αγαπά τις ελιές, που τού αρέσουν πολύ οι ελιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + έλαιος (< ἐλαία), πρβλ. καλλι έλαιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”