- φιλ-έψιος
φιλ-έψιος, das Spiel liebend, Nonn. D. 10, 378.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-έψιος, das Spiel liebend, Nonn. D. 10, 378.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομέψιος — ὁμέψιος, ον (Α) αυτός που παίζει μαζί με άλλον, συμπαίκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + έψιος (< ἑψία «παιχνίδι»), πρβλ. φιλ έψιος] … Dictionary of Greek
φιλέψιος — ον, ΜΑ αυτός που αγαπά τα παιχνίδια, τις διασκεδάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐψιος (< ἑψία [II] «είδος παιχνιδιού με ψηφίδες»)] … Dictionary of Greek