- φιλ-έφ-ηβος
φιλ-έφ-ηβος, Jünglinge liebend, Asclpd. 12 (XII, 161).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-έφ-ηβος, Jünglinge liebend, Asclpd. 12 (XII, 161).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίληβος — ον, Α αυτός που αγαπά την νεότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ηβος (< ἥβη), πρβλ. ἔφ ηβος] … Dictionary of Greek