- φιλ-άρματος
φιλ-άρματος, wagenliebend, Freund von Wagen, vom Wettfahren mit Wagen; πόλις Pind. I. 2, 20; Θῆβαι Eur. Herc. F. 467.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-άρματος, wagenliebend, Freund von Wagen, vom Wettfahren mit Wagen; πόλις Pind. I. 2, 20; Θῆβαι Eur. Herc. F. 467.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλάρματος — ον, Α αυτός που αγαπά τις αρματοδρομίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + άρματος (< ἅρμα (II), ατος), πρβλ. πολυ άρματος] … Dictionary of Greek