φιλ-οίκειος

φιλ-οίκειος

φιλ-οίκειος, seine Familie, seine Verwandten, Hausgenossen, seines Gleichen liebend; Arist., de virt. bei Stob. Floril. 1, 11; Pol. 32, 14, 9; Ael. H. A. 5, 28.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μισοίκειος — μισοίκειος, ον (Α) αυτός που μισεί τους οικείους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + οἰκεῖος (πρβλ. φιλ οίκειος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλοΐδιος — ον, Μ φιλοίκειος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἴδιος (Ι) «οικείος»] …   Dictionary of Greek

  • φιλοίκειος — ον, Α 1. αυτός που αγαπά τους οικείους του, τους συγγενείς του 2. (για διαθέσεις και αισθήματα) αυτός που φανερώνει αγάπη για τους συγγενείς 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοίκειον η αγάπη για τους συγγενείς 4. (το ουδ. ως κύριο όν.) Φιλοίκειον τίτλος… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσυνήθης — ύνηθες, Α αυτός που αγαπά τις συναναστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + συνήθης «οικείος, φίλος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”