- φιλ-οίκτιστος
φιλ-οίκτιστος, = Folgdm, Soph. Ai. 577.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-οίκτιστος, = Folgdm, Soph. Ai. 577.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλοίκτιστος — ον, Α (ποιητ. τ.) φίλοικτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οἴκτιστος «πάρα πολύ αξιοθρήνητος»] … Dictionary of Greek