- προ-απο-κινδῡνεύω
προ-απο-κινδῡνεύω, vorher versuchen, ein Treffen wagen, D. Casz. 50, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-απο-κινδῡνεύω, vorher versuchen, ein Treffen wagen, D. Casz. 50, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek