- προ-απο-γεύομαι
προ-απο-γεύομαι, vorkosten, vorher davon kosten, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-απο-γεύομαι, vorkosten, vorher davon kosten, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προγευστρίς — ίδος, ἡ, Α (ως θηλ. τού προγεύστης) 1. αυτή που δοκιμάζει κάτι από πριν με τη γεύση 2. φρ. «προγευστρὶς ὄσφρησις» η όσφρηση που δοκιμάζει τα εδέσματα προτού να τά δοκιμάσει η γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γευστρίς (< γεύομαι + επίθημα τρίς)] … Dictionary of Greek