- φιλο-γύναιος
φιλο-γύναιος, = φιλόγυνος, Arist. physiogn. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλο-γύναιος, = φιλόγυνος, Arist. physiogn. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταγύναιος — καταγύναιος, ον (Α) κατάγυνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γύναιος (< γύναιος «γυναικείος»), πρβλ. πολυ γύναιος, φιλο γύναιος] … Dictionary of Greek
ημιγύναιος — ημιγύναιος, ον (Α) ημιγύναιξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + γύναιος (< γυνή), πρβλ. μισο γύναιος, φιλο γύναιος] … Dictionary of Greek
κακογύναιος — κακογύναιος, ον (Α) αυτός που προξενεί κακό στις γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γύναιος (< γύναιον), πρβλ. πολυ γύναιος, φιλο γύναιος] … Dictionary of Greek