- φιλο-γύναιξ
(φιλο-γύναιξ, nur angenommener nom., gebraucht im gen.) φιλογύναικος u. s. w., = Folgdm, φιλογύναικες Plat. Conv. 191 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
(φιλο-γύναιξ, nur angenommener nom., gebraucht im gen.) φιλογύναικος u. s. w., = Folgdm, φιλογύναικες Plat. Conv. 191 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλιγύναιξ — καλλιγύναιξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) τόπος που έχει ωραίες γυναίκες («Ἑλλάδα καλλιγύναικα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γύναιξ (< θ. γυναικ τού γυνή, πρβλ. γεν. γυναικ ός), πρβλ. ημι γύναιξ, φιλο γύναιξ … Dictionary of Greek