- φιλο-χρήματος
φιλο-χρήματος, geldliebend, geldgierig, habsüchtig; Andoc. 4, 32; Plat. Phaed. 68 c Rep. VI, 485 e u. öfter, immer tadelnd. – Adv., φιλοχρημάτως ἔχειν Isocr. 1, 23, Is. 2, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλο-χρήματος, geldliebend, geldgierig, habsüchtig; Andoc. 4, 32; Plat. Phaed. 68 c Rep. VI, 485 e u. öfter, immer tadelnd. – Adv., φιλοχρημάτως ἔχειν Isocr. 1, 23, Is. 2, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρήμα — Είναι το μέσο που χρησιμεύει ως κοινό μέσο ανταλλαγής και πληρωμών. Σε αυτό βασίζεται η λειτουργία του μηχανισμού των τιμών, που κατευθύνει την παραγωγή και την κατανάλωση, και γι’ αυτό ακριβώς το χ. αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις έννοιες της… … Dictionary of Greek
ευχρήματος — εὐχρήματος, ον (Α) πλούσιος, εύπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χρηματος (< χρήμα < χρώμαι), πρβλ. ερασι χρήματος, φιλο χρήματος] … Dictionary of Greek
μισοχρήματος — μισοχρήματος, ον (Μ) αυτός που μισεί τα χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + χρῆμα, ατος (πρβλ. φιλο χρήματος)] … Dictionary of Greek
συλοχρηματώ — έω, Α κλέβω χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦλον «λεία, λάφυρο» + χρηματῶ (< χρήματος < χρήμα, ατος), πρβλ. φιλο χρηματῶ] … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek