- προ-απο-πίπτω
προ-απο-πίπτω (s. πίπτω), vorher abfallen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-απο-πίπτω (s. πίπτω), vorher abfallen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προπετής — ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. έτισσα και παλ. τ. ις, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, ιταμός (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», Αριστοτ. β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση, που γέρνει προς… … Dictionary of Greek