- προ-απο-πέμπω
προ-απο-πέμπω, vorher wegschicken, Thuc. 3, 25 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-απο-πέμπω, vorher wegschicken, Thuc. 3, 25 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προπομπός — ο / προπομπός, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. συνοδός προσώπου που αποχωρεί, αυτός που ξεπροβοδίζει κάποιον 2. αυτός που έχει σταλεί πριν από άλλους ή άλλον ή από κάτι που ακολουθεί 3. στρ. το προπορευόμενο κλιμάκιο τής εμπροσθοφυλακής αρχ. 1. (ως επίθ) αυτός … Dictionary of Greek
Ignacio de Antioquía — San Ignacio de Antioquía Icono que represent … Wikipedia Español