- φιλ-αθλητής
φιλ-αθλητής, ό, ein leidenschaftlicher Athlet, Plut. conj. praec. p. 415 u. a. Sp. – Auch = φίλαϑλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-αθλητής, ό, ein leidenschaftlicher Athlet, Plut. conj. praec. p. 415 u. a. Sp. – Auch = φίλαϑλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
κλάση — η (Α κλάσις) [κλώ] θραύση, σπάσιμο, τσάκισμα, τεμαχισμός («πάσας δὲ κλάσεις καὶ διαφορὰς τῶν κύκλων ἐμποιεῖν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. σύνολο προσώπων ή πραγμάτων που αποτελούν μέρος ενός όλου, τάξη, ομάδα, κατηγορία 2. βιολ. μονάδα βιολογικής… … Dictionary of Greek
ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… … Dictionary of Greek
φιλαθλητής — ὁ, ΜΑ 1. φίλαθλος 2. αυτός που αγαπά τους αθλητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀθλητής] … Dictionary of Greek