- φιλ-αοιδός
φιλ-αοιδός, den Gesang, den Sänger liebend, Freund des Gesanges od. der Sänger; κερκίς Antp. Sid. 9 (VI, 47); τέττιξ Ep. ad. 419 (IX, 372).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-αοιδός, den Gesang, den Sänger liebend, Freund des Gesanges od. der Sänger; κερκίς Antp. Sid. 9 (VI, 47); τέττιξ Ep. ad. 419 (IX, 372).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύφημος — Ένας από τους Κύκλωπες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Θόωσας. Κατά τον Ευριπίδη, ήταν ο πατέρας των άλλων Κυκλώπων, αλλά σύμφωνα με άλλες παραδόσεις ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός τους. Παρουσιάζεται ως… … Dictionary of Greek
φιλάοιδος — ον, Α 1. αυτός που αγαπά τους αοιδούς ή τις ωδές 2. μουσικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀοιδός «τραγουδιστής, συνθέτης»] … Dictionary of Greek
φιλωδός — όν, Α αυτός που τού αρέσουν οι ωδές («ἀνὴρ φιλῳδός», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ῳδός (< ἀοιδός / ᾠδός), πρβλ. κιθαρ ῳδός] … Dictionary of Greek