- φιλ-αμαρτήμων
φιλ-αμαρτήμων, ονος, die Sünde liebend, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-αμαρτήμων, ονος, die Sünde liebend, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλαμαρτήμων — ον, ΜΑ αυτός που αγαπά την αμαρτία («μυσαρᾱς ἡδονῆς τὰ κύματα φέρει τοὺς φιλαμαρτήμονας εἰς Ἅδου πυθμένα», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αμαρτήμων (< ἁμάρτημα)] … Dictionary of Greek