- φιλ-αιδήμων
φιλ-αιδήμων, ονος, Schamhaftigkeit liebend, Diosc. 26 (VII, 450).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-αιδήμων, ονος, Schamhaftigkeit liebend, Diosc. 26 (VII, 450).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλαιδήμων — αίδημον, Α σεμνός, ντροπαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αἰδήμων «σεμνός, ντροπαλός»] … Dictionary of Greek