- φιλ-ακόλουθος
φιλ-ακόλουθος, gern folgend, begleitend, Ar. Ran. 415.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-ακόλουθος, gern folgend, begleitend, Ar. Ran. 415.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλακόλουθος — η, ο / φιλακόλουθος, ον, ΝΑ νεοελλ. αυτός που εκκλησιάζεται τακτικά αρχ. αυτός που είναι έτοιμος να ακολουθήσει («ἐγὼ δ ἀεί πως φιλακόλουθός εἰμι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀκόλουθος] … Dictionary of Greek