- φιλιάζω
φιλιάζω, Jemandes Freund sein, werden, τινί, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλιάζω, Jemandes Freund sein, werden, τινί, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλιάζω — to be a friend pres subj act 1st sg φιλιάζω to be a friend pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλιάζω — ΝΑ [φιλία] νεοελλ. 1. (αμτβ.) συμφιλιώνομαι, φιλιώνω 2. (μτβ.) συνταιριάζω αρχ. 1. είμαι ή γίνομαι φίλος κάποιου 2. (το θηλ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως κύριο όν.) Φιλιάζουσαι τίτλος μίμου τού Ηρώνδα … Dictionary of Greek
φιλιάζω — βλ. φηλιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλιάζει — φιλιάζω to be a friend pres ind mp 2nd sg φιλιάζω to be a friend pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλιάζοντα — φιλιάζω to be a friend pres part act neut nom/voc/acc pl φιλιάζω to be a friend pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλιάσαντα — φιλιάζω to be a friend aor part act neut nom/voc/acc pl φιλιάζω to be a friend aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλιάσεις — φιλιάζω to be a friend aor subj act 2nd sg (epic) φιλιάζω to be a friend fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφιλίαζον — φιλιάζω to be a friend imperf ind act 3rd pl φιλιάζω to be a friend imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλιάζειν — φιλιάζω to be a friend pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλιάζεις — φιλιάζω to be a friend pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλιάζεται — φιλιάζω to be a friend pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)