- φιλ-ελεήμων
φιλ-ελεήμων, ονος, = Folgdm, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-ελεήμων, ονος, = Folgdm, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλάνθρωπος — η, ο / φιλάνθρωπος, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. πληθ. ουδ. φιλάνθρουπα Α 1. αυτός που αγαπά τον πλησίον του, τον συνάνθρωπό του, φιλάλληλος, αλτρουιστής 2. (για τον θεό) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους («ἐν ὀνόματι τοῡ θεοῡ τοῡ ἐλεήμονος καὶ… … Dictionary of Greek
φιλελεήμων — ον, ΝΜΑ, και συνηρ. τ. φιλελήμων Α φιλεύσπλαγχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐλεήμων] … Dictionary of Greek
φιλοικτίρμων — οίκτιρμον, Α 1. ο φιλεύσπλαγχνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοί κτιρμον οίκτος για τους άλλους. επίρρ... φιλοικτιρμόνως Α με οίκτο, με έλεος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οἰκτίρμων «ελεήμων, φιλεύσπλαγχνος»] … Dictionary of Greek