- φιλύρινος
φιλύρινος, von der Linde, von Lindenholz, Lindenbast, leicht wie Lindenholz, Ar. Av. 1378, vgl. Ath. XII, 551.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλύρινος, von der Linde, von Lindenholz, Lindenbast, leicht wie Lindenholz, Ar. Av. 1378, vgl. Ath. XII, 551.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλύρινος — of lime wood masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλύρινος — ίνη, ον, Α 1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο φιλύρας («φιλυρίνη σανίς», Ιπποκρ.) 2. ελαφρός, κούφιος, όπως το ξύλο τής φιλύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλύρα + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek
φιλύρινον — φιλύρινος of lime wood masc acc sg φιλύρινος of lime wood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλυρίνη — φιλύρινος of lime wood fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλυρίνοις — φιλύρινος of lime wood masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλυρίνῳ — φιλύρινος of lime wood masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλύρινα — φιλύρινος of lime wood neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)