φιλύρα

φιλύρα

φιλύρα, , ion. φιλύρη (φίλυρα ist falsche Betonung), – 1) die Linde; Her. 4, 67; Theophr. – 2) der Bast unter der Rinde, wovon Papier gemacht, Matten geflochten, Kränze geknüpft wurden.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φιλύρα — φιλύρᾱ , φιλύρα lime tree fem nom/voc/acc dual (ionic) φιλύρᾱ , φιλύρα lime tree fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλύρα — Φιλύρᾱ , Φιλύρη fem nom/voc/acc dual Φιλύρᾱ , Φιλύρη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλύρᾳ — Φιλύρᾱͅ , Φιλύρη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλύρᾳ — φιλύραι , φιλύρα lime tree fem nom/voc pl (ionic) φιλύρᾱͅ , φιλύρα lime tree fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλύρα — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.) του νομού Τρικάλων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (10 τ. χλμ.). II Όνομα μυθολογικού προσώπου, κόρη του Ωκεανού. Από τον Κρόνο, που της παρουσιάστηκε με μορφή ίππου, γέννησε τον Κένταυρο Χείρωνα, που ήταν… …   Dictionary of Greek

  • φιλύρα — η (βοτ.), άλλη ονομασία του φυτού φλαμουριά ή τιλιά, που είναι δέντρο ύψους 25 30 μ., φυλλοβόλο, με άνθη λευκοκίτρινα, πολύ αρωματικά, που δίνουν αφέψημα κατευναστικό και εφιδρωτικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλύρας — φιλύρᾱς , φιλύρα lime tree fem acc pl (ionic) φιλύρᾱς , φιλύρα lime tree fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλύραν — φιλύρᾱν , φιλύρα lime tree fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλύρας — Φιλύρᾱς , Φιλύρη fem acc pl Φιλύρᾱς , Φιλύρη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλύραις — φιλύρα lime tree fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλύραν — Φιλύρᾱν , Φιλύρη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”