- φιλό-δενδρος
φιλό-δενδρος, die Bäume, den Wald liebend, Pan, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλό-δενδρος, die Bäume, den Wald liebend, Pan, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλυτόδενδρος — κλυτόδενδρος, ον (Α) αυτός που είναι περίφημος για τα δένδρα του («κλυτοδένδρου Πιερίης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + δενδρος (< δένδρον), πρβλ. αγλαό δενδρος, φιλό δενδρος] … Dictionary of Greek