- φιλό-δικος
φιλό-δικος, Rechtshändel liebend, proceßsüchtig, streitsüchtig, zanksüchtig; Lys. 10, 2; Dem. 56, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλό-δικος, Rechtshändel liebend, proceßsüchtig, streitsüchtig, zanksüchtig; Lys. 10, 2; Dem. 56, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύδικος — εὔδικος, ον (Α) δίκαιος, χρηστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δικος (< δίκη), πρβλ. ά δικος, φιλό δικος, φυγό δικος] … Dictionary of Greek
πολύδικος — ον, Α φιλόδικος («ἐν τοῖς νόμοις δὲ καὶ συμβολαίοις τὴν ἁπλότητα ἐλέγχεσθαι ἐκ τοῡ μὴ πολυδίκους εἶναι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δικος (< δίκη), πρβλ. μισό δικος, φιλό δικος] … Dictionary of Greek
φυγόδικος — ο, η, ΝΜΑ, θηλ. και η Ν αυτός που φυγοδικεί, που δεν παρουσιάζεται στο δικαστήριο για να δικαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + δικος (< δίκη), πρβλ. μισό δικος, φιλό δικος] … Dictionary of Greek
τελεσίδικος — η, ο, Ν (νομ.) 1. οριστικά δικασμένος, μη επιδεχόμενος τακτικό ένδικο μέσο, ανέκκλητος («τελεσίδικη απόφαση») 2. το ουδ. ως ουσ. το τελεσίδικο(ν) η τελεσιδικία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι (βλ. λ. τέλος) + δικος (< δίκη), πρβλ. φιλό δικος] … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κακοδικία — Πρόκληση ζημίας από δικαστικούς λειτουργούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους λόγω δόλου, βαριάς αμέλειας ή αρνησιδικίας. Σχετικά προβλέπεται από το άρθρο 99 του Συντάγματος το ειδικό δικαστήριο αγωγών κ. Το δικαστήριο συγκροτείται από τον… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek