- φιλό-μβροτος
φιλό-μβροτος, Menschen liebend, Maxim. 456.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλό-μβροτος, Menschen liebend, Maxim. 456.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεψίσοφος — κλεψίσοφος, ον (AM) αυτός που προσποιείται τον σοφό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψί (< κλέπτω) + σοφός (< σοφός), πρβλ. πάν σοφος, φιλό σοφος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] … Dictionary of Greek