- φιλό-δροσος
φιλό-δροσος, den Thau liebend, Nonn. D. 1, 357.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλό-δροσος, den Thau liebend, Nonn. D. 1, 357.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόδροσος — θεόδροσος, ον (Μ) αυτός που δροσίζεται από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δροσος (< δρόσος), πρβλ. έν δροσος, φιλό δροσος] … Dictionary of Greek