φιλό-σῑτος

φιλό-σῑτος

φιλό-σῑτος, 1) getreideliebend, Xen. Oec. 20, 27. – 2) übh. Essen liebend, gern essend, Plat. Rep. V, 475 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακόσιτος — η, ο (Α κακόσιτος, ον) αυτός που υποσιτίζεται, που δεν τρέφεται καλά, κακοθρεμμένος, ισχνός αρχ. 1. δύσκολος στο φαγητό, αυτός που δεν έχει όρεξη για τροφή, ανόρεχτος 2. μτφ. αυτός που δύσκολα ευχαριστιέται με κάτι, δύσκολος, απαιτητικός («πρὸς… …   Dictionary of Greek

  • ωμόσιτος — ον, Α 1. (για τη Σφίγγα, επειδή έτρωγε ωμές σάρκες ανθρώπων) ωμοφάγος («Σφίγγ ὠμόσιτον», Αισχύλ.) 2. (με παθ. σημ.) αυτός που τρώγεται ωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + σιτος (< σῖτος) πρβλ. φιλό σιτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”