φιλό-σοφος

φιλό-σοφος

φιλό-σοφος, eigtl. Geschicklichkeit, Kunst, Kenntnisse (σοφία) liebend, treibend; zuerst von körperlichen, mechanischen Fertigkeiten, dann bes. von der Tonkunst, Dichtkunst (vgl. σοφός, σοφιστής), und endlich Gelehrsamkeit, Weisheit, Wissenschaft liebend, Freund gelehrter Untersuchungen; daher mit φιλομαϑής und φιλόλογος verbunden, Plat. Rep. II, 376 b IX, 582 e; φαίνεταί σοι φιλοσόφου ἀνδρὸς εἶναι ἐσπουδακέναι Phaed. 64 d; – bes. Freund, Kenner, Lehrer der Beredtsamkeit u. Dialektik, Isocr. u. A.; u. von Sokrates an vorzüglich Freund der Weisheit (τὸν φιλόσοφον σοφίας φήσομεν ἐπιϑυμητὴν εἶναι πάσης Plat. Rep. V, 475 b; οἱ τῆς ἀληϑείας φιλοϑεάμονες), als bescheidener Name für σοφός, von Pythagoras zuerst gebraucht; und von der Gründung eigentlicher philosophischer Schulen an = der Schulphilosoph, der sein eignes philosophisches System hat und es als Lehrer vorträgt. – Zuweilen erhält es auch einen ironischen, tadelnden Nebenbegriff, wie Xen. An. 2, 1,13. – Superl. φιλοσοφώτατος, Plat. Rep. VI, 498 a u. sonst. – Adv. φιλοσόφως, Cic. ad Att. 13, 20, D. L. 3, 50. – [Ar. Eccl. 571 hat die Penultima lang gebraucht.]


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κενόσοφος — η, ο (Α κενόσοφος, ον) ο επιπόλαια ή κατά φαντασία σοφός, ο δοκησίσοφος, ο ψευδόσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + σοφος (< σοφός), πρβλ. μωρό σοφος, φιλό σοφος] …   Dictionary of Greek

  • κλεψίσοφος — κλεψίσοφος, ον (AM) αυτός που προσποιείται τον σοφό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψί (< κλέπτω) + σοφός (< σοφός), πρβλ. πάν σοφος, φιλό σοφος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • μισόσοφος — μισόσοφος, ον (Α) αυτός που μισεί τη σοφία, εχθρός τής σοφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + σοφός (πρβλ. φιλό σοφος)] …   Dictionary of Greek

  • Мефистофель — …   Википедия

  • фило́соф — а, м. 1. Специалист по философии, а также вообще мыслитель, занимающийся разработкой вопросов мировоззрения. О философах надо судить не по тем вывескам, которые они сами на себя навешивают («позитивизм», философия «чистого опыта», «монизм» или… …   Малый академический словарь

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • περισσοσοφώ — έω, Μ είμαι πολύ σοφός («τὰ χρησμοδοτήματα τῶν περισσοσοφούντων», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + σοφῶ (< σοφος < σοφός), πρβλ. φιλο σοφώ] …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • σοφόδωρος — ον, Α (για τη θεία δύναμη) αυτός που δωρίζει σοφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + δωρος (< δῶρον), πρβλ. ἀγλαό δωρος, φιλό δωρος] …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”